- τεϊοπωλείο
- το, Ν(λόγιος τ.) κατάστημα στο οποίο πωλείται τσάι, φύλλα τσαγιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + πωλείο (< -πώλης*), πρβλ. βιβλιο-πωλείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό Όμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.